καλοκαγαθία

καλοκαγαθία
η (Α καλοκἀγαθία, Μ καλοκαγαθία) [καλοκάγαθος]
η ιδιότητα τού καλοκάγαθου, η φύση, ο χαρακτήρας και η νοοτροπία τού καλού και αγαθού ανθρώπου, καλοσύνη, αγαθότητα, χρηστότητα, ευγένεια
αρχ.
εκδήλωση αγαθής προθέσεως προς κάποιον, επιεικής και ευγενής συμπεριφορά, φιλάνθρωπη διαγωγή («ἡ τῆς πόλεως καλοκἀγαθία», Δημοσθ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • καλοκαγαθία — καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc/acc dual καλοκαγαθίᾱ , καλοκαγαθία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθία — καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc/acc dual καλοκἀγαθίᾱ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καλοκαγαθία —         (kalokagathia) (греч.) идеал физич. и нравств. совершенства.         см. Калокагатия. Философский энциклопедический словарь. М.: Советская энциклопедия. Гл. редакция: Л. Ф. Ильичёв, П. Н. Федосеев, С. М. Ковалёв, В. Г. Панов. 1983 …   Философская энциклопедия

  • καλοκαγαθίᾳ — καλοκαγαθίαι , καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίᾳ — καλοκἀγαθίαι , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίας — καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem acc pl καλοκαγαθίᾱς , καλοκαγαθία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίας — καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem acc pl καλοκἀγαθίᾱς , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίαι — καλοκαγαθία fem nom/voc pl καλοκαγαθίᾱͅ , καλοκαγαθία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκἀγαθίαι — καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem nom/voc pl καλοκἀγαθίᾱͅ , καλοκἀγαθία the character and conduct of a fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καλοκαγαθίαν — καλοκαγαθίᾱν , καλοκαγαθία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”